- μελαμψήφις
- μελαμψήφις, -ιδος, ό, ἡ (Α)(για ποταμό) αυτός που έχει μαύρα χαλίκια, σκούρα πετράδια.[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ψηφίς, -ίδος (< ψῆφος), πρβλ. ευ-ψήφις].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
μελαμψήφιδα — μελαμψήφις with black pebbles fem acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μελαμψήφιδος — μελαμψήφις with black pebbles fem gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μέλας — I Επώνυμο μεγάλης ηπειρωτικής οικογένειας με καταγωγή από τα Ιωάννινα. Μετά τον φόνο του αρματολού Γιάννου Μ. και τη δήμευση της μεγάλης αγροτικής περιουσίας της οικογένειας από τους Τούρκους κατά τα μέσα του 17ου αι., πολλά μέλη της αναγκάστηκαν … Dictionary of Greek